υπερέξοδα

υπερέξοδα
τα
κρατικά έξοδα που ξεπερνούν τα σχετικά ποσά που αναγράφονται στον προϋπολογισμό του κράτους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερέξοδο — το, Ν 1. υπέρμετρη δαπάνη 2. στον πληθ. τα υπερέξοδα τα έξοδα που υπερβαίνουν τα προϋπολογισθέντα ποσά και ιδίως τα κρατικά έξοδα που υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό έξοδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”